φωτόλουστος

φωτόλουστος
-η, -ο, Ν
φωτολουσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -λουστος (< λούζω), πρβλ. ηλιό-λουστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωτόλουστος — η, ο αυτός που φωτίζεται άπλετα, φωτολουσμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοπερίχυτος — η, ο, Ν φωτόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + περιχυτός (πρβλ. ροδο περίχυτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο ημερολόγιο Ποικίλη Στοά] …   Dictionary of Greek

  • φωτοστάλαχτος — η, ο, Ν φωτόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σταλαχτός (< σταλάζω), πρβλ. μελι στάλαχτος] …   Dictionary of Greek

  • καταφώτιστος — καταφώτιστος, η, ο και κατάφωτος, η, ο αυτός που φωτίζεται πολύ, φωτόλουστος: Το δωμάτιο αυτό είναι καταφώτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτολουσμένος — η, ο ο φωτόλουστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοπερίχυτος — η, ο αυτός που έχει χυθεί πάνω του πολύ φως, φωτόλουστος, αυτός που φωτίζεται άπλετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”